logo

Η ιστορία της Ραψάνης

Ο Όλυμπος είναι το υψηλότερο βουνό της Ελλάδας και το δεύτερο στα Βαλκάνια (2919 μέτρα). Αποτελείται από ένα συμπαγή ορεινό όγκο που βρίσκεται στα νοτιοδυτικά όρια της Μακεδονίας με τη Θεσσαλία, ορίζοντας τα σύνορα των νομών Πιερίας και Λάρισας, 80 περίπου χιλιόμετρα νοτιοδυτικά της Θεσσαλονίκης. Ο Όλυμπος έχει 52 κορυφές, βαθιές χαράδρες και εντυπωσιακή βιοποικιλότητα.  Για την προστασία της μοναδικής αυτής κληρονομιάς, ανακηρύχθηκε ήδη από το 1938 ως ο πρώτος  Εθνικός Δρυμός της Ελλάδας.  Η υψηλότερη κορυφή του είναι ο Μύτικας, που σύμφωνα με την ελληνική μυθολογία ήταν η κατοικία των 12 Ολύμπιων Θεών. 

Edward D Clark book

Στις νοτιοανατολικές πλαγιές του Ολύμπου φωλιάζει η Ραψάνη, ένα γραφικό χωριό με μακρά παράδοση στην αμπελοκαλλιέργεια. Οι πρώτες αναφορές για τον τοπικό θεσσαλικό οίνο ως “καλό για την υγεία και τη διατήρηση της δύναμης” γίνονται από τον Θεόκριτο, πρωτοπόρο της βουκολικής ποίησης στα 300 πΧ, ενώ κατά τους Βυζαντινούς χρόνους η αμπελοκαλλιέργεια ήταν ανάμεσα στις βασικές δραστηριότητες των ντόπιων. Έτσι, ο 18ος αιώνας βρίσκει τη Ραψάνη να ευημερεί και να αναπτύσσεται. 

Στις αρχές του 190υ αιώνα, ο Άγγλος ορυκτολόγος και εξερευνητής Έντουαρντ Ντάνιελ Κλαρκ (Edward Daniel Clarke) επισκέφτηκε την περιοχή και χαρακτήρισε τον τοπικό ερυθρό οίνο ως “αυτόν με την καλύτερη γεύση από όσους δοκιμάσαμε στην Ελλάδα“, ενώ μερικές δεκαετίες αργότερα (1840) ο Αυστριακός γεωλόγος Αμί Μπουέ (Ami Boué) δουλεύοντας τον “Εθνογραφικό χάρτη των Βαλκανίων” ανέφερε “τους εξαιρετικούς αμπελώνες” που συνάντησε εκεί. Καθώς η αναγνωρισιμότητα της Ραψάνης μεγάλωνε, οι αμπελουργοί ανέλαβαν ένα μεγάλο έργο αναμπέλωσης στις αρχές του 20ου αιώνα με στόχο τη διατήρηση της υψηλής ποιότητας των κρασιών τους.  

Στα 1932 η φήμη της Ραψάνης οδήγησε το ελληνικό κράτος να αναγνωρίσει τον τοπικό οίνο ως Οίνο Προέλευσης. Εκείνη την εποχή το 53% του εισοδήματος των Ραψανιωτών προερχόταν από το αμπέλι.  

 

Πηγή φωτογραφικού υλικού: Μουσείο Αμπέλου και Οίνου Ραψάνης

Η πολιτική και οικονομική αστάθεια κατά το 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο και την περίοδο που ακολούθησε, ανέκοψε την αναπτυξιακή πορεία της Ραψάνης. Η προσπάθεια ξεκίνησε εκ νέου το 1969 με αφορμή το Διάταγμα υπέρ της προστασίας και ανάπτυξης της Ραψάνης: « Ο αμπελών της Ραψάνης, εφ’ όσον ήθελεν ανασυσταθή διά των ενδεδειγμένων ποικιλιών, των καθοριζομένων υπό του σχετικού Δ/τος θα ήτο δυνατόν να διαφημισθή ως εις εκ των ωραιότερων ελληνικών αμπελώνων V.Q.P.R.D., λόγω της αναγλύφου όψεως της αμπελουργικής ζώνης της Ραψάνης, της κειμένης εις τας υπορείας του Ολύμπου».

Το 1971 με Βασιλικό Διάταγμα αναγνωρίζεται επίσημα η Ραψάνη ως μια από τις πρώτες ελληνικές ζώνες με Προστατευόμενη Ονομασία Προέλευσης, γεγονός που προϋποθέτει αυστηρές προδιαγραφές που ορίζουν τόσο τα όρια της ζώνης, όσο και τις επιτρεπόμενες πρακτικές στο αμπέλι και στην οινοποίηση. Κατά τη διάρκεια εκείνης της περιόδου, ο Συνεταιρισμός παρήγαγε εξαιρετικά κρασιά, περισσότερο κοντά στο στυλ της Νάουσας. Δυστυχώς όμως από το 1980 ξεκινάει μια περίοδο παρακμής για τη Ραψάνη που οδηγεί στην εγκατάλειψη των αμπελιών. Το τοπικό οινοποιείο αναλαμβάνει η Αγροτική Τράπεζα, η οποία συντηρεί μια ελάχιστη παραγωγή, προσφέροντας τα κρασιά ως εταιρικά δώρα. 

Σε εκείνη την κρίσιμη στιγμή για το μέλλον της Ραψάνης, ο Ευάγγελος Τσάνταλης – με όραμα και πίστη στη μοναδικότητα και τη δυναμική της ζώνης- αναλαμβάνει ένα στρατηγικό επενδυτικό πλάνο προσφέροντας στους αμπελουργούς οικονομική ασφάλεια και ουσιαστικό κίνητρο για να επιστρέψουν στην αμπελοκαλλιέργεια. Το 1991 το τοπικό οινοποιείο περνάει στα χέρια της οικογένειας Τσάνταλη σηματοδοτώντας τη νέα εποχή της Ραψάνης.

Από τα λιγότερα από 100 στρέμματα που καταγράφηκαν το 1991 στη Ραψάνη, σήμερα η ΠΟΠ ζώνη περιλαμβάνει σχεδόν 900 στρέμματα αμπελώνων. Το όνομα ΡΑΨΑΝΗ αποτελεί ένα από τα πλέον αναγνωρίσιμα brands ελληνικού κρασιού σε όλο τον κόσμο. 


WP-Backgrounds Lite by InoPlugs Web Design and Juwelier Schönmann 1010 Wien